- πρεμιέρα
- η(λ. γαλλ.), η πρώτη θεατρική παράσταση ή εκτέλεση συναυλίας: Σήμερα το Κρατικό Θέατρο έχει πρεμιέρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρεμιέρα — η, Ν η πρώτη παράσταση θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου ή η πρώτη εκτέλεση μουσικής σύνθεσης, αλλ. πρώτη (α. «η πρεμιέρα τής κωμωδίας αυτής δόθηκε πέρυσι» β. «η προχθεσινή πρεμιέρα τής όπερας σημείωσε μεγάλη επιτυχία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ.… … Dictionary of Greek
Duress (film) — Duress Greek theatrical poster of Duress Directed by Jordan Barker Produced by … Wikipedia
Dancing on Ice (Greece) — Dancing on Ice Format Figure skating competition Created by ITV Studios Presented by Jenny Balatsinou Judges Petros Kostopoulos Elena Paparizou Alexis Kostalas … Wikipedia
Mia Nihta Zoriki — Μια νύχτα ζόρικη Studio album by Paschalis Terzis Released November … Wikipedia
Митропанос, Димитрис — Димитрис Митропанос Имя при рождении греч. Δημήτρης Μητροπάνος Полное имя греч. Δημ … Википедия
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
τυμπανοκρουσία — η, Ν 1. η κρούση τού τύμπανου, τυμπανισμός 2. μτφ. θορυβώδης και επιδεικτική διαφήμιση («η πρεμιέρα τού θεατρικού έργου έγινε με τυμπανοκρουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανοκρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
Γκρίφιθ, Ντέιβιντ Γουόρκ — (David Wark Griffith, Λα Γκρανζ, Κεντάκι 1875 – Χόλιγουντ 1948). Αμερικανός σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Ηθοποιός και σεναριογράφος, πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο ερμηνεύοντας έναν ρόλο στην ταινία του ‘Evτουιν Πόρτερ… … Dictionary of Greek
Γουόρνερ, αδελφοί — (Warner brothers). Οικογένεια Καναδών επιχειρηματιών, πολωνοεβραϊκής καταγωγής. Παραγωγοί και επιχειρηματίες σε όλους τους χώρους του θεάματος και της λαϊκής κουλτούρας (κινηματογράφος, τηλεόραση, δισκογραφία, βιβλία, κόμικς κλπ.), ο Χάρι… … Dictionary of Greek